- ἐβάλομεν
- βάλλωthrowaor ind act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυλοφορία — ξυλοφορία, ἡ (ΑΜ) [ξυλοφόρος] μεταφορά ξύλων αρχ. προσφορά ξύλων («καὶ κλήρους ἐβάλομεν περὶ κλήρου ξυλοφορίας», ΠΔ) … Dictionary of Greek